- σύνθηρος
- σύνθηροςhunting withmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σύνθηρος — ον, Α 1. αυτός που κυνηγά μαζί με κάποιον άλλο, ο συνθηρευτής* (α. «Τιγράνης, ὅς καὶ σύνθηρός ποτε ἐγένετο τῷ Κύρῳ», Ξεν. β. «σύνθηροι κύνες», Ανθ. Παλ.) 2. μτφ. αυτός που αναζητεί ή επιδιώκει κάτι από κοινού με κάποιον άλλο 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ… … Dictionary of Greek
σύνθηρον — σύνθηρος hunting with masc/fem acc sg σύνθηρος hunting with neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθήροις — σύνθηρος hunting with masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθήρους — σύνθηρος hunting with masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύνθηροι — σύνθηρος hunting with masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θήρα — I Νησί των Κυκλάδων. Βλ. λ. Σαντορίνη. Άποψη του γραφικού οικισμού Θήρα, με την πανοραμική θέα, στο ομώνυμο νησί των Κυκλάδων. II Κωμόπολη (υψόμ. 260 μ., 2.113 κάτ.) και πρωτεύουσα της Σαντορίνης. Είναι χτισμένη στα δυτικά παράλια του νησιού,… … Dictionary of Greek
συνθηρώ — και αττ. τ. ξυνθηρῶ, άω, Α [σύνθηρος] 1. βγαίνω για κυνήγι μαζί με κάποιον άλλο 2. μτφ. συλλαμβάνω ή βρίσκω κάτι μαζί με κάποιον άλλο («σὺν δὲ νιν θηρώμεθ εὐθὺς οὐδὲν ἐκπεπληγμένην», Σοφ.) … Dictionary of Greek